- κανάτι
- το1. μικρό πήλινο δοχείο: Ήπια ένα κανάτι κρασί.2. ουροδοχείο: Το βράδυ παίρνει στο δωμάτιό της το κανάτι της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… … Dictionary of Greek
κανάτα — η (λ. λατ.), μεγεθυντικό του κανάτι μεγάλο κανάτι πλατύστομο που χρησιμοποιείται ως δοχείο νερού, κρασιού κ.ά.: Κέρναγε κρασί με την κανάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
канат — впервые в 1642 г., как отмечает Дювернуа (Др. русск. Слов. 80). Возведение к ит. саnаро пеньковый канат (Преобр. I, 291) не дает возможности объяснить т и место ударения. Горяев (ЭС 131) и Фасмер (Гр. сл. эт. 76) принимают во внимание… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κανατάδικο — το [κανάτι] εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πήλινα κανάτια … Dictionary of Greek
κανατάκι — το υποκορ. τού κανάτι* … Dictionary of Greek
κανατάς — ο, θηλ. κανατού [κανάτι] κατασκευαστής ή πωλητής κανατιών, αγγειοπλάστης, αγγειοπώλης, σταμνάς, τσουκαλάς … Dictionary of Greek
κανατιά — η [κανάτι] 1. το περιεχόμενο τού κανατιού 2. χτύπημα με κανάτα … Dictionary of Greek
κουμάρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * (I) το (Μ κουμάρι) πήλινο ή γυάλινο ή και μεταλλικό δοχείο νερού, κανάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κροντήρι — το και κροντήρα, η 1. πήλινο κανάτι για νερό 2. ξύλινο δοχείο κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κρυω τήριον (ή κρυωντήριον) «εκείνο που κρυώνει το νερό»] … Dictionary of Greek
λαγήνι — και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν) νεοελλ. μσν. δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα μσν. μονάδα μέτρησης υγρών αρχ. (υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο,… … Dictionary of Greek